Μια εξομολόγηση που συγκλονίζει –και που δημοσιεύθηκε στο ένθετο «People» της εφημερίδας «Πρώτο Θέμα»- έκανε ο Λάκης Γαβαλάς για το χθες και το σήμερα την άνοδο και την πτώση του. (διαβάστε αποσπάσματα)
«Γεννήθηκα στο λυκαυγές της δεκαετίας του ’50, όταν η Ελλάδα μάζευε ακόμα τα συντρίμμια του Εμφυλίου. Όταν η αστική τάξη κοίταγε με υπεροπτικό ύφος τη φτωχολογιά που ξυπνούσε και πάλευε, στην αρχή για επιβίωση και αργότερα για διάκριση στο επιχειρείν και την τέχνη»…
Και κάπως έτσι ξεκινάει η αφήγηση του Λάκη Γαβαλά για τα παιδικά του χρόνια… «Ο μπαμπάς κυρ Διονύσης και η μαμά κυρά Τζοβάννα ήταν υπέροχοι γονείς. Διαρκώς ερωτευμένοι μεταξύ τους. Όχι απλά αγαπημένοι. Έκαναν τρία παιδιά. Εγώ ήμουν το πρώτο. Πέντε χρόνια αργότερα ήρθε στη ζωή η Νούλη και πέντε χρόνια μετά η (βασανιζόμενη σήμερα) Νότα. Ο μπαμπάς, βέρος Πειραιώτης με κυκλαδίτικες ρίζες από την πλευρά του παππού και κρητικές από την πλευρά της γιαγιάς. Η γλυκιά μαμά γεννήθηκε στην Ιταλία, από πατέρα και μητέρα Σμυρνιούς. Καλόκαρδη, νοικοκυρά, κοκέτα, με πολλά ενδιαφέροντα. Ο μπαμπάς, αυστηρός, πειθαρχημένος και καλός επιχειρηματίας. Ασχολιόταν με τα μάρμαρα. Πούλαγε ελληνικά μάρμαρα στην Ελλάδα την εποχή της ανοικοδόμησης και σε όλο τον κόσμο.
Μετά το Δημοτικό αποφάσισαν να με στείλουν σε γαλλικό σχολείο. Γυμνάσιο και Λύκειο με βρίσκει στο γαλλικό σχολείο Saint Paul. Στο Δημοτικό μου είχε κάνει εντύπωση ο ήχος, τικ τακ, των τακουνιών της δασκάλας μου στο μωσαϊκό. Παρασύρθηκα και σε μια από τις εκθέσεις μου έγραψα στο τέλος “τικ τακ το τακουνάκι σου”. Η δασκάλα μου εντυπωσιάστηκε και μου έβαλε 10 με τόνο. Ο μπαμπάς δεν κατάλαβε την υποβόσκουσα δημιουργικότητά μου. Είμαι καλός μαθητής, ανήσυχο και ευφάνταστο παιδί. Οι σχέσεις μου και τα όνειρά μου μπερδεύονται. Η ψυχή μου ξεφαντώνει.
Φοράω τα εξαντρίκ ρούχα της εποχής. Παντελόνια καμπάνα, φαρδιές ζώνες, τεράστιες αγκράφες, πολύχρωμα πουκάμισα. Εικόνα στο προαύλιο του Saint Paul. Ώρα πρωινής προσευχής. Η φωνή του διευθυντή Φρερ στο μικρόφωνο: “Γαβαλά, να πας να αλλάξεις ρούχα!”. Ωχ, ευτυχώς που τα καταφέρνω στα μαθήματα και η συμπεριφορά μου κοσμιωτάτη. Έχω φαντασία, έχω όνειρα και πολλούς στόχους. Όλες οι παρέες του σχολείου και της γειτονιάς με θέλουν κοντά τους. Με προστατεύουν γιατί είμαι ευγενής, δεν πειράζω κανέναν, βοηθάω τους φίλους μου. Είμαι καλή παρέα, έχω χιούμορ. Αλλά και ακούνε από το στόμα μου φράσεις με σκέψεις, πληροφορίες και ιδέες που δίνουν χρώμα στο γκρίζο περιβάλλον και στην πεζή καθημερινότητα.
Είμαι ο εναλλακτικός. Είμαι ο διαφορετικός. Βλέπω σινεμά. Αλλά με διαφορετικό μάτι. Οι συμμαθητές μου παρακολουθούν την υπόθεση και αδημονούν για την ερωτική σκηνή. Εγώ βλέπω ρούχα. Το μακρύ μαύρο φόρεμα της Ίνγκριντ Μπέργκμαν στο «Νοτόριους» του Χίτσκοκ με ανατριχιάζει. Το θέλω. Παίρνω ύφασμα και ψαλίδι για να το φτιάξω. Με συνεπαίρνει η μόδα πιο πολύ και από το… σεξ.
Αμέσως μετά το Saint Paul συνεχίζω πιο εντατικά τον χορό στη σχολή χορού της Ραλλού Μάνου. (…) Γνωρίζω τον Τσαρούχη και μιλάμε ατελείωτες ώρες για τις εθνικές συγγένειες των χορών. Αρχίζω και να δουλεύω. Έχω αρκετές προτάσεις… Αποφάσισα να ασχοληθώ με το εμπόριο της μόδας. Σχημάτισα στο μυαλό μου το τρίπτυχο της δουλειάς μου. Μόδα- τέχνη- τουρισμός.
Εγώ έκανα τα πάντα για να φωταγωγώ την ελληνική φιλοξενία και ψυχαγωγία. Όχι μόνο στη Μύκονο και τα άλλα νησιά μας. Και στην Αθήνα. Ξεφαντώματα στα μπουζούκια. Βραδιές με παραδοσιακά τραγούδια και χορούς. Ξεναγήσεις σε όλα τα αρχαία ελληνικά μνημεία σε όλη τη χώρα. Συνεργαζόμουν και με τα μεγαλύτερα διεθνή τουριστικά γραφεία. Πούλαγα τα προϊόντα των ξένων στους ίδιους τους ξένους που τα παρήγαγαν, φέρνοντας τους σαν τουρίστες στην Ελλάδα. Οι ξένοι έτριβαν τα μάτια τους. Η Μύκονος έκανε πολλαπλάσιο τζίρο από την Ίμπιζα της Ισπανίας, το Κάπρι της Ιταλίας. Στις αρχές του 2000 έφτασα στην κορύφωση…
Δημιούργησα την ετικέτα .LAK με δέκα monobrand καταστήματα και ένα δίκτυο 130 αντιπροσώπων και καταστημάτων σε όλη την Ελλάδα. Δική μου φίρμα. Δική μας. Ελληνική. Με δικά μας ελληνικά σχέδια, ρούχα και αξεσουάρ σε εξαιρετικά προσιτές τιμές. Για όλο τον κόσμο. Για όλα τα βαλάντια. Η επιτυχία, λόγω της τεχνογνωσίας που είχα ήδη αποκτήσει από τους ξένους οίκους, ήταν ακαριαία. Όλη τη συσσωρευμένη εμπειρία μου προσπάθησα να τους τη μεταλαμπαδεύσω. Δεν έκανα σχολή. Δεν έπαιρνα χρήματα από τα νέα ταλαντούχα και φιλόδοξα παιδιά. Τους μάθαινα τη δουλειά. Για να μετατραπεί ο πυρήνας σε λάβα. Και η λάβα σε ηφαίστειο. Και κάηκα. Ήρθε η κρίση. Με βρήκε σε δημιουργική φρενίτιδα και σε επιχειρηματικό άνοιγμα. Είχα απλωθεί πολύ. Υπερανάπτυξη. Και η κρίση έφερε πανικό. Και φάνηκαν οι διοικητικές μου αδυναμίες. Οι λανθασμένες επιλογές προσώπων στα οικονομικά, στις εισπράξεις, στη διαχείριση. Η κρίση δεν τελείωσε. Εγώ τελείωσα, Χρέη στο Δημόσιο. Αυτόφορη σύλληψη. «Ύποπτος φυγής». Να φύγω από που; Από την πατρίδα μου που είμαι βασιλιάς; Να πάω πού; Αφού είμαι πασίγνωστος. Και να κρυφτώ για να ροκανίσω λεφτά που δεν έχω; «Ύποπτος να διαπράξει το ίδιο αδίκημα». Ποιο; Εγώ που τώρα φυσάω και το γιαούρτι;
«Πάρτε τα ακίνητα» φώναξα σε εφοριακούς, ανακριτές και εισαγγελείς, «η αξία τους υπερκαλύπτει το χρέος προς το Δημόσιο!». «Όχι, προφυλακίζεσαι». «Και τι θα κερδίσει το Ελληνικό Δημόσιο;» ούρλιαζα. Αλλά το υπερθέαμα της διαπόμπευσής μου ήταν το ζητούμενο. Για να διασκεδαστούν οι μειώσεις μισθών των εργαζομένων πολιτών και τα κάθε λογής χαράτσια. Δεν έλαβαν υπόψη τους 270 εργαζομένους και το γεγονός ότι είχα ήδη πληρώσει μόνο από 80 εκατομμύρια τα τελευταία χρόνια σε Δημόσιο και ασφαλιστικά ταμεία. Άοπλος και φτωχός στην αρένα με τα λιοντάρια. Κατάπτωση και κατάθλιψη. Αδύναμος. Φάντασμα του παλιού μου εαυτού. Έξω από το κελί μου, στον διάδρομο της πτέρυγας, δύο κρατούμενοι, ένας για φόνο και ο άλλος για εμπόριο ναρκωτικών, τραγουδούν φάλτσα: «Τρύπες και στο πουκάμισο και στο σακάκι τρύπες, βρήκαν και μπαινοβγαίνουνε τα βάσανα και οι πίκρες».
Η υπόθεση του Λάκη Γαβαλά και το αίτημα αποφυλάκισής του επρόκειτο να συζητηθεί στις δικαστικές αίθουσες την Παρασκευή 12 Απριλίου, αλλά ανεβλήθη λόγω παρέλευσης του ωραρίου για τις 26 του ίδιου μήνα.