Σήμερα συμπληρώνονται 20 χρόνια από τότε που ο «Μεγάλος Ερωτικός» Μάνος Χατζιδάκις έφυγε από τη ζωή, στις 15 Ιουνίου του 1994, αφήνοντάς μας πλούσια κληρονομιά το μοναδικό έργο του…
Ο κορυφαίος Ελληνας μουσικοσυνθέτης και ποιητής, που άφησε ανεξίτηλη τη σφραγίδα του στην πολιτιστική ιστορία της χώρας μας, κληροδότησε στις επόμενες γενιές τις ανεπανάληπτες μελωδίες του, για να μας συντροφεύουν στις πιο ιδιαίτερες, στις πιο μοναδικές στιγμές μας!
Γεννήθηκε στις 23 Οκτωβρίου του 1925 στην Ξάνθη, γιος του δικηγόρου Γεωργίου Χατζιδάκι και της Αλίκη Αρβανιτίδου. Ο Χατζιδάκις παρακολούθησε μαθήματα υποκριτικής στη Σχολή του Θεάτρου Τέχνης, αλλά αφοσιώθηκε αποκλειστικά στη μουσική. Ωστόσο, συνέχισε τη συνεργασία του με το Θέατρο Τέχνης για 15 χρόνια, ενώ το 1946, καταγράφεται και η πρώτη του δουλειά για τον κινηματογράφο, με την ταινία «Αδούλωτοι σκλάβοι».
Από το 1950 διετέλεσε καλλιτεχνικός διευθυντής και ιδρυτικό μέλος του Ελληνικού Χοροδράματος της Ραλλούς Μάνου, ενώ την ίδια περίοδο, η Μαρίκα Κοτοπούλη τού αναθέτει τη σύνθεση της μουσικής για τις «Χοηφόρους» από την «Ορέστεια» του Αισχύλου.
Στη συνέχεια, ασχολείται με τον κινηματογράφο και το 1961 παίρνει Οσκαρ για το τραγούδι «Τα παιδιά του Πειραιά», από την ταινία του Ζυλ Ντασσέν «Ποτέ την Κυριακή». Η μουσική αυτή τον έκανε παγκοσμίως γνωστό, αν και ο ίδιος ποτέ δεν αποδέχτηκε τη σπουδαιότητα της μελωδίας αυτού του τραγουδιού.
Το 1962 χρηματοδοτεί τον «Διαγωνισμό Σύνθεσης Μάνος Χατζιδάκις» στο Τεχνολογικό Ινστιτούτο Δοξιάδη στην Αθήνα και δύο χρόνια αργότερα ιδρύει και διευθύνει την Πειραματική Ορχήστρα Αθηνών.
Το 1966 ο Μάνος Χατζιδάκις πηγαίνει στην Αμερική προκειμένου να ανεβάσει στο Broadway με τον Ζυλ Ντασσέν και τη Μελίνα Μερκούρη τη θεατρική διασκευή του «Ποτέ την Κυριακή» με τον τίτλο «Illya Darling». Εκεί έρχεται σε επαφή με την ποπ και ροκ αμερικανική μουσική σκηνή, γεγονός που οδήγησε στη δημιουργία του έργου «Reflections» σε συνεργασία με το συγκρότημα «New York Rock and Roll Ensemble».
Το 1972, επιστρέφει στην Αθήνα και τον επόμενο χρόνο ιδρύει το μουσικό καφεθέατρο «Πολύτροπο». Η περίοδος αυτή θεωρείται η περισσότερο ώριμη στη μουσική του πορεία και κορυφώνεται με την ηχογράφηση του «Μεγάλου Ερωτικού».
Την ίδια περίπου περίοδο διορίζεται αναπληρωτής γενικός διευθυντής της Λυρικής Σκηνής και διευθυντής της Κρατικής Ορχήστρας αλλά και του κρατικού ραδιοσταθμού Τρίτο Πρόγραμμα, στο οποίο διετέλεσε διευθυντής από το 1975-1981. Με τη συμμετοχή ομάδας νέων και ταλαντούχων δημιουργών και με την παραγωγή ποιοτικών και πρωτότυπων προγραμμάτων, το Τρίτο Πρόγραμμα της Ελληνικής Ραδιοφωνίας μετατρέπεται σε φυτώριο πολιτισμικής παραγωγής, γίνεται ένας αδιαμφισβήτητος φορέας πολιτισμού, με παγκόσμιο βεληνεκές.
Το 1989-93 ιδρύει την «Ορχήστρα των Χρωμάτων», για να παρουσιάσει «πρωτότυπα προγράμματα που συνήθως δεν καλύπτονται από τις συμβατικές συμφωνικές ορχήστρες», την οποία διηύθυνε μέχρι το τέλος της ζωής του.