Στιγμές από τη «σκληρή» καθημερινότητα του Λάκη Γαβαλά στις φυλακές Κορυδαλλού, αποτυπώνονται στις σελίδες του προσωπικού του ημερολογίου.
Μια χαρακτηριστική ημέρα του στις φυλακές Κορυδαλλού όπως αυτή καταγράφεται στο προσωπικό του ημερολόγιο, δημοσίευσε η εφημερίδα Real News.
Σε αυτό διαβάζουμε μεταξύ άλλων το πρωινό ξύπνημα και πως στοιχειώνει τον Λάκη Γαβαλά ο ήχος «Κρακ κρακ» από το ξεκλείδωμα των θυρών, καθώς και τη δουλειά του στον κήπο των φυλακών.
Ο γνωστός μόδιστρος αναφέρεται επίσης στη «μάχη» που χρειάζεται να δώσει κανείς για να πάρει τηλέφωνο από τους τηλεφωνικούς θαλάμους, αλλά και για το πώς σκοτώνει τις κατσαρίδες με την…Vogue!
Το πρωινό ξύπνημα
“Κρακ κρακ! Το άνοιγμα της βαριάς σιδερένιας πόρτας του θαλάμου. Σημάδι ότι είναι 7.15 το πρωί. Ακούω τα βήματα του δεσμοφύλακα να απομακρύνονται προς επόμενο θάλαμο. Κρακ κρακ! Το ξύπνημα είναι απότομο και κάθε πρωί, πιο οδυνηρό. Δεν μπορώ να το συνηθίσω αυτό το κρακ-κρακ. Δέκα μήνες και ακόμα δεν το αντέχω. Θεέ μου, πού είμαι; Η πρώτη σκέψη κάθε πρωινό. Η τουαλέτα ήδη κατειλημμένη. Ανοίγω την τηλεόραση που είναι στην άκρη του σιδερένιου κρεβατιού. Γειτόνισσα με τις πατούσες μου. Λίγο μαύρο. Και αμέσως μετά φως. Οι πρωινές δημοσιογραφικές εκπομπές. Κάνω ζάπινγκ. Υπολογίζοντας την εξέλιξη του καιρού που θα κάνει σήμερα, διαλέγω βιαστικά τα κατάλληλα ρούχα. Σέρνω τη βαριά πόρτα του θαλάμου και βγαίνω στο διάδρομο. Περπατάω, όπως πάντα, γρήγορα. Με ελαφρύ στομάχι, αφού δεν έφαγα πρωινό. Που να βρεις την όρεξη στη φυλακή”.
Η δουλειά στον κήπο
“8.10 π.μ. Λέω μια χαμογελαστή καλημέρα στον δεσμοφύλακα που είναι στο κιγκλίδωμα “Στην ώρα σου, Λάκη” μου λέει με ευγένεια. “Γράψε ότι κατεβαίνω για δουλειά” αποκρίνομαι. Στο τεράστιο ασήκωτο βιβλίο που είναι μπροστά του, πρέπει να σημειώσει την ώρα που μπαίνει και βγαίνει από την πτέρυγα κάθε κρατούμενος… Βγαίνω στον κήπο. Ευτυχώς δεν βρέχει. Συναντιέμαι με τους άλλους τέσσερις κηπουρούς. Λίγη δουλειά ακόμα και η ώρα πήγε 10.30. Πάμε για φαγητό, μεσημεριανό. Τρίτη-Πέμπτη μακαρόνια, θυμάμαι το φυλακόβιο λαϊκό τραγούδι του Πρόδρομου Τσαουσάκη. Θεέ μου τι παιχνίδια παίζει το μυαλό; Τρώω μόνος μου στο θάλαμο. Λίγα μακαρόνια χωρίς τη σάλτσα…”
Μάχη για το τηλέφωνο
“Πήγε 6.30 το απόγευμα. Τσιμπολογάω κάτι από το βραδινό φαγητό. Τυρόπιτα. Κάνω την αμαρτία μου. Τρώω και ένα σοκολατάκι από το κουτί που μου είχε φέρει μια συνεργάτιδά μου. Παίρνω δύναμη, έφτασε η ώρα της μάχης. Στα καρτοτηλέφωνα. Όλοι οι κρατούμενοι διεκδικούν λίγη ώρα στα καρτοτηλέφωνα της πτέρυγας. Το ένα δεν δουλεύει, δυο λοιπόν τα αντικείμενα του πόθου”.
Η κατσαρίδα και η Voque
“Η κατσαριδούλα που αναποφάσιστα περπατά πάνω στην κουβέρτα μου θυμίζει πως δεν είμαι στις φυλακές για να σωφρονιστώ, αλλά για να τιμωρηθώ. Με το τελευταίο τεύχος της Vogue τη σπρώχνω από την κουβέρτα. Αλλά μια κατσαρίδα που περπατάει πλάι μου στον τοίχο δεν γλιτώνει. Κλατς! Η Vogue την σκότωσε. Γυρίζω πλάγια στον τοίχο. Κουλουριάζομαι και κλαίω. Ήμουν ο Λάκης Γαβαλάς της μόδας και του γκλάμουρ. Το φως του θαλάμου σβήνει. Με άκουσαν που κλαίω… Κουλουριάζομαι πιο πολύ με την κουβέρτα. Ξέρω τι έκανα να λέει η κοινωνία για μένα: “Άσε τον π…η να σαπίσει στη φυλακή”. Σκουπίζω άτσαλα τα δάκρυά μου στο μαξιλάρι. Βαραίνω. Θα ονειρευτώ. Ότι ξαναζώ. Και ας ξέρω ότι το πρωί καραδοκεί ξανά. Εφιάλτης! Κρακ κρακ!”