Προδομένος από ανθρώπους που αγαπούσε δηλώνει ο Γιάννης Πάριος στην αποκαλυπτική συνέντευξη που έδωσε στο περιοδικό «Ραδιοτηλεόραση».
Ο σπουδαίος τραγουδιστής παραδέχεται ότι είναι πλήγμα για εκείνον όταν απογοητεύεται από ανθρώπους που εκτιμά και πως και ο ίδιος νιώθει άσχημα όταν συνειδητοποιεί ότι έχει κάνει το ίδιο στους άλλους.
Εκμυστηρεύεται παράλληλα ότι ο μεγαλύτερός του φόβος δεν είναι ο θάνατος αλλά οι αρρώστιες και εύχεται να μην ταλαιπωρήσει αυτούς που αγαπάει με κάποια σοβαρή ασθένεια. «Θέλω να φύγω και να το ανακαλύψουν» αναφέρει με νόημα.
Δεν διστάζει επίσης να αναφέρει και ένα απωθημένο που έχει στη δουλειά, καθώς όπως είπε, θα ήθελε να συνεργαστεί με ένα συγκεκριμένο πρόσωπο. Ποιο είναι αυτό; «Ναι, μου έχει μείνει ένα απωθημένο αλλά το απωθημένο μου μας μούντζωσε όλους και έφυγε. Ήθελα να κάνω ένα Χατζηδάκι, αλλά έφυγε και αυτό ο Άγιος και καλά έκανε».
Τέλος δεν παραλείπει να αναφερθεί και στην κρίση που περνά η χώρα και δηλώνει με ρεαλισμό: «Ζούσαμε ένα έγχρωμο όνειρο καιρό τώρα και ξαφνικά ζούμε τον εφιάλτη του, που είναι ασπρόμαυρος.
Ακολουθεί ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα από τη συνέντευξη του Γιάννη Πάριου στη Ραδιοτηλεόραση:
Παλλάς , Μέγαρο Μουσικής, οι μεγάλες πίστες τελείωσαν για εσάς;
“Ποτέ στην ζωή μου δεν απέκλεισα κάτι για να μην φανώ επίορκος. Δεν υπήρξα ποτέ ούτε προδότης ούτε επίορκος, παρόλο που με έχουν προδώσει άνθρωποι που αγαπούσα. Και όχι με την έννοια την ερωτική αλλά την ανθρώπινη. Η προδοσία είναι μια μεγάλη κουβέντα αλλά είναι και μέσα στην καθημερινότητα μας. Μπορεί να το έχω κάνει και εγώ χωρίς να το θέλω. Πιστεύω πως ότι συμβαίνει γύρω μας και γίνεται τραγούδι είναι ωραίο να το διασκεδάζουμε ακόμη και το λάθος μας και τον πόνο μας και την προδοσία μας”.
Απογοητεύεστε εύκολα;
“Πανεύκολα, δυστυχώς. Και όταν απογοητεύομαι από ανθρώπους που αγαπώ και εκτιμώ, είναι πλήγμα, και όταν απογοητεύω εγώ ανθρώπους που αγαπώ και εκτιμώ πάλι νιώθω άσχημα”.
Υπάρχει ωστόσο κάποιο απωθημένο σε σχέση με συνεργασίες που θα θέλατε να το εκπληρώσετε;
“Ναι, μου έχει μείνει ένα απωθημένο αλλά το απωθημένο μου μας μούντζωσε όλους και έφυγε. Ήθελα να κάνω ένα Χατζηδάκι, αλλά έφυγε και αυτό ο Άγιος και καλά έκανε”.
Έχετε φοβίες στην ζωή σας;
“Να σας πω την αλήθεια, θεωρώ μεγαλύτερο φόβο το θάνατο. Δεν φοβάμαι όμως το θάνατο όσο φοβάμαι την αρρώστια. Ο μεγαλύτερός μου φόβος είναι να μην ταλαιπωρήσω αυτούς που αγαπάω. Θέλω να φύγω και να το ανακαλύψουν”.
Έχετε εξαρτήσεις;
“Όχι . Ούτε πίνω, ούτε καπνίζω. Εξάρτηση έχω μόνο με τους πιτσιρικάδες μου, τους γιους μου”.
Σας είδα πρόσφατα αλλά και πολύς κόσμος, εκεί που τραγουδούσε ο Χάρης μαζί με τα άλλα τρία παιδιά τον Μπιθικώτση, τον Κόκκοτα , και τον Διονυσίου, που ερμήνευαν τα τραγούδια των πατεράδων τους. Ήσασταν συγκινημένος, και φωνάζατε συνέχεια , μπράβο. Βγάλτε τώρα τον μανδύα του πατέρα και γίνετε κριτής του παιδιού σας στο τραγούδι. Πως θα τον χαρακτήριζατε τον Χάρη ως καλλιτέχνη;
“Ο Χάρης είναι το καλύτερό μου. Ο Χάρης μία ατυχία έχει στην ζωή του, εμένα. Σε εισαγωγικά το λέω αλλά ο κόσμος πάντα χωρίς να το θέλει τον συγκρίνει με τον πατέρα του”.
Όλα τα πονεμένα τραγούδια σας, κρύβουν δικούς σας πόνους;
“Όχι, μπορεί και δικούς σου ή του φίλου μου. Δεν είναι απαραίτητο να είναι δικός μου ο πόνος. Νομίζουν όλοι ότι είμαι μονίμως ερωτευμένος. Μεγάλο λάθος. Δεν έχω ερωτευτεί πολλές φορές στην ζωή μου. Άντε, μιάμιση φορά”.
Έτσι όπως το λες , θα απογοητεύσεις τις γυναίκες που σε έχουν ερωτευτεί και έζησαν μαζί σου.
“Γιατί να απογοητευτούν; Αυτό είναι δικό μου δεν είναι δικό τους”.
Σας έχουν ερωτευτεί όμως πολλές γυναίκες.
“Καλά μπούρδες, όχι, εμένα τον Πάριο”.
Πως θα χαρακτήριζατε την περίοδο που διανύουμε ως κοινωνία. Ζει δύσκολα ο κόσμος.
“Ζούσαμε ένα έγχρωμο όνειρο καιρό τώρα και ξαφνικά ζούμε τον εφιάλτη του, που είναι ασπρόμαυρος. Φταίμε και εμείς λίγο, γιατί αφεθήκαμε. Είναι κάτι σαν τον Ίκαρο, νομίζαμε ότι είχαμε φτερά και μόλις πλησιάσαμε τον ήλιο καήκαμε. Όλοι έχουμε ευθύνες, τις μεγαλύτερες τις έχουν οι πολιτικοί, αλλά και αυτοί που βγάζουν τους πολιτικούς, εμείς. Οπότε έχουμε ότι μας αξίζει, ζούμε ότι μας αξίζει, και πιστεύω σαν άνθρωπος αν συνειδητοποιήσουμε ότι όλα είναι φθαρτά, και ότι βλέπει το μάτι μας, κάποια στιγμή δεν θα φύγει από την ζωή αυτό που βλέπουμε αλλά τα ίδια τα μάτια μας, ότι δηλαδή είμαστε περαστικοί, τότε θα γίνουμε καλύτεροι άνθρωποι. Είναι ένα μάθημα για να έρθουμε πιο κοντά ο ένας με τον άλλο και να σκεφτούμε της γειτονιάς την καλημέρα και την καληνύχτα που την έχουμε χάσει. Άλλες εποχές ζήσαμε εμείς. Η μάνα μου, μου έλεγε, «πήγαινε δίπλα στη θεία Μαργαρίτα και ζήτα ένα χωνάκι ζάχαρη να κάνουμε ρυζόγαλο». Και έζησα και την εποχή που είχαμε για πόρτα μια κουρελού. Σήμερα δεν μπορείς να πεις τίποτα στα παιδιά σου, γιατί θα σου απαντήσουν «άλλες εποχές, ρε μπαμπά». Εγώ δεν ζήλευα τότε που δεν είχα ποδήλατο, δεν ζήλευα το αυτοκίνητο που πέρναγε από μπροστά μου. Ούτε πατίνι δεν είχα. Τα σημερινά παιδιά δεν τα νοιάζει να κρύψουν το σώμα τους για να μην κρυώνουν, τα νοιάζει τι μάρκα είναι το ρούχο που φορούν”.